Το προηγούμενο άρθρο ξεκινούσε αναφέροντας ότι «ο πρόσφατος φονικός σεισμός στην Τουρκία και στη Συρία υποχρεώνει να σκεφτούμε τις ευθύνες μας ως ατόμων και θεσμών προς την πονεμένη ανθρωπότητα». Ωστόσο, αυτή η τραγωδία ανέδειξε σημαντικές πτυχές στις ελληνοτουρκικές και
ευρωτουρκικές σχέσεις. Καταρχάς, Ελλάδα και Κύπρος συνέδραμαν τις πληγείσες περιοχές στο πλαίσιο της ΕΕ αλλά και μόνες τους με ένα τσουνάμι ανθρωπιάς και συμπαράστασης που συνεχίζεται. Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε η συνδρομή της Ελλάδας με ομάδα διασωστών, ενώ η
Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρθηκε αμέσως να βοηθήσει με ομάδα διάσωσης και ιατρικό προσωπικό, αφού 24 μαθητές από τα κατεχόμενα βρίσκονταν στην Τουρκία με συνοδούς τους κι αγνοούνταν κάτω από το σωριασμένο κτίριο διαμονής τους, αλλά το καθεστώς Ερντογάν απέρριψε
την προσφορά με διάφορα προσχήματα. Αυτό το στίγμα απανθρωπιάς θα μας στοιχειώνει με το βασανιστικό ερώτημα κατά πόσον, λόγω εγγύτητας, θα μπορούσε να είχε διασωθεί έστω ένας ακόμη άνθρωπος, ένα παιδί. Προσωπικά, γνωστοποίησα την στάση του τουρκικού καθεστώτος, ενημερώνοντας το Ευρωκοινοβούλιο καθώς και με έκδοση ανακοίνωσης στα τουρκικά και αγγλικά η οποία δημοσιεύτηκε στο «euronews», στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κ.ά.
Ως αποτέλεσμα της κατάστασης και διαφόρων εσωτερικών αναγκών κι αδιεξόδων, το τουρκικό καθεστώς υποχρεώθηκε να … μειώσει τις παραβιάσεις στο Αιγαίο και τον εθνικιστικό παροξυσμό στην ρητορική του. Όμως, ένας ισλαμοφασίστας με τόση έπαρση, ένα απάνθρωπο και σάπιο
καθεστώς που εγκαταλείπει τους ανθρώπους εντός της χώρας του χρησιμοποιώντας βαριά μηχανήματα πάνω στις σωρούς κτιρίων ενόσω εντοπίζονται ακόμη επιζώντες ή φωνές εγκλωβισμένων, δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα.
Αναμφίβολα, η ανθρωπιστική συνδρομή μας πρέπει να συνεχιστεί, γιατί αυτός είναι ο πολιτισμός μας, αλλά δεν αποτελεί εχέγγυο ασφάλειας στην γεωπολιτική για αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού ή για τερματισμό του εγκλήματος της κατοχής στην Κύπρο. Αντιθέτως, το τουρκικό καθεστώς επιβεβαίωσε τον αδίσταχτο χαρακτήρα του, αυτή την φορά εις βάρος λαών που διαβιούν εντός Τουρκίας. Είναι το ίδιο καθεστώς που προβαίνει σε επιθετικούς εξοπλισμούς και αναζητά παραγωγή πυραύλων, καθώς οι λαοί στην Τουρκία υποφέρουν και φτωχοποιούνται. Φυσικά, ούτε η εθνικιστική κεμαλική αντιπολίτευση στην Τουρκία αποτελεί εχέγγυο σεβασμού του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Με αυτά τα δεδομένα, η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να ενταθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και δυτικού προσανατολισμού μας, αξιοποιώντας αυτό το «παράθυρο» στο έπακρον πολιτικά κι άλλως πως. Το σημερινό στρατηγικό κενό στις ευρωτουρκικές σχέσεις πρέπει να διαμορφωθεί από την ΕΕ κι ιδιαίτερα από τα κράτη-μέλη της, Ελλάδα και Κύπρο. Κι εφόσον μηχανισμός επιβολής του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου δεν υπάρχει, το ερώτημα είναι το πώς θα επικρατήσουν. Ο διάλογος έχει νόημα για αποκατάσταση του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ενώ ταυτόχρονα, η ουσιαστική αποτρεπτική ισχύς μας απαιτεί θυσίες για εξοπλισμούς και προσωπικό, συστράτευση των αντικατοχικών δυνάμεων στα κατεχόμενα και άλλα πολλά, με επιστέγασμα μια ευρωπαϊκή συμμαχία στη Μεσόγειο (Γαλλία-Ελλάδα-Κύπρος)..
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D),
Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο